Φροντίδα τρίτης ηλικίας στην Ελλάδα

Ελάχιστα άτομα ή οικογένειες δεν αντιμετωπίζουν τα πρακτικά, ηθικά και συναισθηματικά διλήμματα, που ανακύπτουν από την ανάγκη φροντίδας ενός ευάλωτου ή ηλικιωμένου ατόμου. Η γήρανση του πληθυσμού και η φροντίδα των ηλικιωμένων, «αδύναμων και εξαρτημένων» ατόμων προκαλεί ανησυχία για το οικονομικό κόστος που επιφέρει, σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, και προβληματίζει ιδιαίτερα όσους σχεδιάζουν και εφαρμόζουν προγράμματα κοινωνικής προστασίας σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο (Κοτταρίδη, 2007, σ. 158).

Η φροντίδα των ηλικιωμένων, εντός του πλαισίου της οικογένειας, η οποία καλείται να αναλάβει περισσότερες ευθύνες, επιχειρεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών. Ταυτόχρονα, επαναβεβαιώνεται η διαγενεακή αλληλεγγύη (Τεπέρογλου, 2004), η ευθύνη των νεώτερων γενεών απέναντι στους ηλικιωμένους γονείς. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις (Κοτταρίδη, 2007, σ. 161) εγκρίνονται παροχές και φορολογικές ελαφρύνσεις για τις οικογένειες που φροντίζουν ηλικιωμένα μέλη. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι στη χώρα μας δεν προβλέπεται η οικονομική ενίσχυση της οικογένειας που φροντίζει το ηλικιωμένο μέλος της. Έτσι σκιαγραφείται ένα πλαίσιο ιδιαίτερα αρνητικό για τη συνέχιση της «αυτονόητης θεμελιωμένης αρχής του καθήκοντος παιδιών, εγγονών και συγγενών που φροντίζουν τους ηλικιωμένους» (Τεπέρογλου, 2004).

Μελέτες, όπως αυτή της Pitsiou(1986, βλ. Κοτταρίδη, 2007, σ. 158), αναδεικνύουν τη σημασία της διατήρησης των οικογενειακών δεσμών για την καλή ψυχική και σωματική υγεία και την ευμάρεια των ηλικιωμένων. Ωστόσο, η ανάγκη αποκλειστικής φροντίδας των ηλικιωμένων κατ’ οίκον από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και ιδιαίτερα η ανάληψη των ρόλων-φροντιστών από γυναίκες που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία εντείνει την αδυναμία τους να έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας και ως εκ τούτου επιβαρύνει τα ποσοστά της γυναικείας ανεργίας. Ταυτόχρονα, η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας, η μείωση της γεννητικότητας και η αλλαγή του τρόπου ζωής, που επέβαλε την εσωτερική μετανάστευση των νεώτερων γενεών από τις αγροτικές περιοχές προς τις πόλεις, οδήγησαν πολλούς ορεινούς και αγροτικούς δήμους της χώρας σε πληθυσμιακή συρρίκνωση και οικονομική δυσχέρεια. Αρκετοί δήμοι στην περιφέρεια κατοικούνται κυρίως από ηλικιωμένους. Συχνά οι ηλικιωμένοι αυτοί διαβιούν μοναχικά, απομακρυσμένοι από νεώτερα μέλη της οικογένειάς τους (Τεπέρογλου, 2004) και ως εκ τούτου χρήζουν υποστήριξης και προστασίας από την πολιτεία.

Το πρώτο πρόγραμμα που αναπτύχθηκε κάτω από τις νέες αντιλήψεις ήταν τα Κέντρα Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ) κατά τη δεκαετία του 1980. Είναι αποδεδειγμένο ότι η μακρόχρονη παρουσία των ΚΑΠΗ στον ελληνικό χώρο έχει επιδράσει θετικά στην καθημερινή ζωή των ηλικιωμένων. Τη δεκαετία του 1990 ξεκίνησε να δίνεται έμφαση στις οικογενειακές πολιτικές, αφού άρχισαν να εμφανίζονται φαινόμενα αποδόμησης στο θεσμό της οικογένειας. Ταυτόχρονα, δοκιμάστηκε και εφαρμόστηκε επιτυχώς το Πρόγραμμα “Βοήθεια στο Σπίτι” για τους ηλικιωμένους που στερούνται οικογένειας, ή μένουν μακριά ή είναι αποκομμένοι από αυτήν, με στόχο την παροχή φροντίδας στο σπίτι των ηλικιωμένων, ιδιαίτερα στους αδύναμους ή μοναχικούς, προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής τους και να διατηρηθεί η αυτονομία και η ανεξαρτησία τους.

Με βάση τους παραπάνω άξονες αναπτύσσεται ένας ακόμη νέος θεσμός: τα Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας των Ηλικιωμένων, τα οποία θα συμβάλουν στην εναρμόνιση της οικογενειακής και εργασιακής ζωής, διευκολύνοντας τα μέλη της οικογένειας, κυρίως τις εργαζόμενες γυναίκες, που έχουν επιφορτιστεί με τη φροντίδα του μη αυτοεξυπηρετούμενου ηλικιωμένου μέλους της οικογένειας. Τα Κέντρα είναι μικρές δομές ημερήσιας φιλοξενίας και λειτουργούν έτσι ώστε να καλύπτουν επαρκώς τις ώρες εργασίας των μελών της οικογένειας.

Όσον αφορά στον Ιδιωτικό Μη Κερδοσκοπικό Τοµέα, λειτουργούν 57 Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωµένων. Οι φορείς αυτοί είναι νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και τα έσοδά τους προέρχονται από τα ασφαλιστικά ταµεία (νοσήλια), αν και οι περισσότεροι φορείς χρηµατοδοτούνται σηµαντικά από τον κρατικό προϋπολογισµό. Επίσης έχουν και άλλους πόρους (π.χ. δωρεές, κληροδοτήµατα κλπ). Και σε αυτή την περίπτωση κατά κανόνα δεν υπάρχει συµµετοχή ηλικιωµένων.

Για τον Ιδιωτικό Κερδοσκοπικό Τοµέα, δεν υπάρχουν πλήρη και ακριβή στοιχεία, από πρόχειρους υπολογισµούς όµως ο αριθµός των φιλοξενουµένων 65 ετών και άνω εκτιµάται σε περίπου 3200 άτοµα. Η αµοιβή για τις παρεχόµενες υπηρεσίες αυτών των Μονάδων δεν καλύπτεται ασφαλιστικά και προέρχεται από ιδιωτικούς πόρους.

Το αυξανόµενο κόστος που συνεπάγεται η γήρανση του πληθυσµού δεν αποτελεί θέµα εύκολων συµπερασµάτων όσον αφορά στην επερχόµενη δοκιµασία των συστηµάτων κοινωνικής προστασίας, εφόσον προωθώντας την υγιή γήρανση και την ανεξαρτησία των ηλικιωµένων, δηµιουργούνται δυνατότητες για περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας ζωής, και ταυτόχρονα µειώνεται το κόστος για τη νοσοκοµειακή ή την ιδρυµατική φροντίδα. Πάντως η συνεχής αύξηση του αριθµού των ηλικιωµένων και ιδιαίτερα των πολύ ηλικιωµένων, οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης σε υπηρεσίες περίθαλψης και φροντίδας όσο και σε επιµήκυνση του χρόνου φροντίδας. Ιδιαίτερα το σύστηµα φροντίδας θα πρέπει αφενός να αναπτυχθεί µε ταχείς ρυθµούς για να ανταποκριθεί στη ζήτηση υπηρεσιών, αφετέρου να αναπτυχθεί µε τέτοιο τρόπο ώστε να περιοριστεί η αύξηση της εξάρτησης και αυτό θα γίνει προωθώντας την υγιή γήρανση, προλαµβάνοντας τα ατυχήµατα και παρέχοντας αγωγή αποκατάστασης αµέσως. Μέσα στα πλαίσια ευθύνης για τη διατήρηση, ποιοτική αναβάθµιση και εκσυγχρονισµό του κοινωνικού κράτους η ελληνική Κυβέρνηση προσπαθεί να αναµορφώσει / βελτιώσει ποιοτικά και ποσοτικά / συντονίσει τις υπηρεσίες φροντίδας. Στόχος είναι η αποτελεσµατική παροχή φροντίδας στα ηλικιωµένα άτοµα που έχουν ανάγκη και που πρέπει να τύχουν ισότιµης, αλλά ταυτόχρονα ενεργητικής προστασίας και υποστήριξης, ώστε να ενταχθούν στις κοινωνικές και οικονοµικές δραστηριότητες και να αποτραπεί το φαινόµενο του κοινωνικού αποκλεισµού.

Πηγές

Kottaridi C., 2007, «The elder and the family: Moral and ethical issues”, in the social portrait of Greece, 2006, Athens, NCSRA., 2004, «The old man and his family” in Mousourou Stratigaki L. and M. (ed.), Issues of family policy, theoretical references, KEKMOKOP, Athens, Gutenberg

Scroll to Top